Ο ρόλος των γονέων στη διαμόρφωση των διατροφικών συνηθειών των παιδιών

family2.jpg

H οικογένεια μπορεί να επηρεάσει ποικιλοτρόπως τη διαιτητική πρόσληψη και συμπεριφορά του παιδιού, αλληλεπιδρώντας με το περιβάλλον στο οποίο ανήκει. Οι γονείς δηλώνουν συχνά τη διάθεσή τους να βελτιώσουν τις διατροφικές συνήθειες του παιδιού τους, προσπαθώντας να ενισχύσουν την κατανάλωση τροφίμων που θεωρούνται υγιεινές επιλογές και, ταυτόχρονα, να αποδυναμώσουν την κατανάλωση εκείνων που πρέπει να καταναλώνονται λιγότερο συχνά. Οι πρακτικές, όμως, που συνήθως χρησιμοποιούν, και συγκεκριμένα ο περιορισμός, η επιβράβευση ή η πίεση για κατανάλωση, μπορεί να οδηγήσουν σε αντίθετα από τα αρχικώς επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Αντίθετα, η εξοικείωση με τα «νέα» τρόφιμα, καθώς και ο ρόλος των γονέων ως προτύπων με σκοπό τα παιδιά να μιμηθούν τη συμπεριφορά τους φαίνεται να είναι πιο αποδοτικές μέθοδοι.

Η εξοικείωση με ένα τρόφιμο αποτελεί κύρια παράμετρο για τον καθορισμό των τροφικών επιλογών στον άνθρωπο. Απαραίτητη προϋπόθεση για να καταστεί ένα τρόφιμο οικείο είναι να εκτεθεί το παιδί σε αυτό, τόσο στην ύπαρξη όσο και στη γεύση του. Η διαθεσιμότητα και η εύκολη πρόσβαση στο τρόφιμο μπορούν να αυξήσουν την αποδοχή του. Είναι, όμως, σημαντικό να γνωρίζουν οι γονείς ότι απαιτούνται περισσότερες από 10 ή και 15 φορές έκθεσης, και μάλιστα με ουδέτερο τρόπο, χωρίς πίεση για κατανάλωση, προκειμένου το παιδί να δοκιμάσει το τρόφιμο, να το αποδεχθεί και, ίσως, να το εντάξει στο διαιτολόγιό του. Κάτι τέτοιο, βέβαια, απαιτεί πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια από αυτήν που οι περισσότεροι γονείς είναι διατεθειμένοι ή μπορούν να προσφέρουν, καθώς απογοητεύονται και εγκαταλείπουν νωρίτερα, διαγράφοντας το συγκεκριμένο τρόφιμο από ενδεχόμενη επιλογή στο διαιτολόγιο του παιδιού τους.

Ένας από τους ισχυρότερους τρόπους για να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η δοκιμή ενός νέου τροφίμου φαίνεται να είναι και η μίμηση. Οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπα και τα παιδιά μέσω της μίμησης υιοθετούν, όχι μόνο τις συνήθειες των γονέων τους σχετικά με τα καταναλισκόμενα τρόφιμα, αλλά και τη γενικότερη διαιτητική τους συμπεριφορά και στάση απέναντι στο φαγητό. Πρότυπα, βέβαια, αποτελούν και άλλα άτομα του περιβάλλοντος των παιδιών, όπως οι δάσκαλοι, οι συμμαθητές και οι «σημαντικοί» φίλοι.

super_market-(1).jpg

Αν προσπαθούσαμε να εφαρμόσουμε τα παραπάνω για να ενισχυθεί, για παράδειγμα, η κατανάλωση λαχανικών από ένα παιδί, θα μπορούσαν να ακολουθηθούν τα εξής βήματα: αρχικά, θα πρέπει να υπάρχουν λαχανικά στο σπίτι. Επίσης, το να συμμετέχει το παιδί στα ψώνια και να έχει επιλέξει το ίδιο κάποιο λαχανικό ενισχύει την πρωτοβουλία του στις τροφικές επιλογές και αποτελεί ένα είδος δέσμευσης για την κατανάλωσή του. Η θέση αποθήκευσης, η εύκολη επεξεργασία και η προσφορά τους σε μορφή έτοιμη για κατανάλωση μπορούν να διευκολύνουν την εύκολη πρόσβαση στο τρόφιμο. Για να εξοικειωθεί περαιτέρω το παιδί με τα λαχανικά, συστήνεται να σερβίρεται πάντα μια μικρή, έστω, ποσότητα στο πιάτο του παιδιού, η οποία, εάν δεν καταναλωθεί, καλό είναι να απομακρύνεται χωρίς σχόλια και άσκηση πίεσης. Προτείνεται, επίσης, εάν πρόκειται για νέο τρόφιμο, να σερβιριστεί μαζί με κάποιο ήδη οικείο και αρεστό. Η παρότρυνση για κατανάλωση είναι ευπρόσδεκτη, τονίζοντας κυρίως ότι το τρόφιμο είναι νόστιμο, ενώ μεγαλύτερη επίδραση θα έχει αν οι γονείς καταναλώνουν οι ίδιοι το τρόφιμο. Επίσης, η παρότρυνση μπορεί να αφορά και τη σειρά που θα ήταν καλό να καταναλωθούν τα τρόφιμα, αλλά με ουδέτερο τρόπο, όπως για παράδειγμα, «φάε τα λαχανικά και έπειτα γλυκό», χωρίς να «μπαίνουν» σε σχέσεις μέσου-δώρου, όπως «φάε τα λαχανικά, για να φας το γλυκό».

Το σενάριο αυτό μπορεί να χρειαστεί να επαναληφθεί αρκετές φορές, προτού φανεί η αποτελεσματικότητά του. Εάν, παρ’ όλα αυτά, δεν φαίνεται να λειτουργεί για το συγκεκριμένο τρόφιμο, μπορεί ο γονέας να χρησιμοποιήσει την επιβράβευση, με συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι γονείς δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν ως δώρο για την κατανάλωση ενός «υγιεινού» τροφίμου ένα άλλο τρόφιμο, το οποίο προσπαθούν οι ίδιοι να περιορίσουν. Για παράδειγμα, συχνά ακούγεται το «αν φας τις φακές, θα φας γλυκό το απόγευμα». Με τον τρόπο αυτό, αυτό που επιτυγχάνεται μακροπρόθεσμα είναι να αυξηθεί περαιτέρω η προτίμηση για τα μη «υγιεινά» τρόφιμα. Σε μελέτες όπου χρησιμοποιήθηκε ένα τρόφιμο ως δώρο για να καταναλωθεί κάποιο άλλο, η προτίμηση των παιδιών για το δώρο αυξήθηκε, ενώ για το αρχικό τρόφιμο μειώθηκε, ακόμα κι όταν η προτίμηση για τα δύο τρόφιμα πριν τη μελέτη δεν διέφερε. Τα παιδιά από μικρή ηλικία αναμένουν ότι κάτι που τους παρουσιάζεται ως δώρο θα είναι πιο ελκυστικό από κάτι που τους παρουσιάζεται ως μέσο για να αποκτηθεί το δώρο, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουν τίποτα για τα χαρακτηριστικά τους. Αποδίδοντας στα τρόφιμα τους ρόλους μέσου και δώρου, οι γονείς αυτομάτως δέχονται την υπόθεση ότι το δώρο είναι ελκυστικό και νόστιμο, ενώ το μέσο δεν είναι.
Η χρήση αυτής της τεχνικής μεγαλώνει τη διαφορά στην προτίμηση των παιδιών για τα δύο τρόφιμα και μπορεί τελικά να μειώσει περαιτέρω την προτίμηση για το τρόφιμο-μέσο, το οποίο ήταν ο αρχικός στόχος για ενίσχυση.

healthyfood-(1).jpg

Επομένως, η επιβράβευση μόνο με ορθή χρήση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αυξήσει την κατανάλωση, δηλαδή να είναι λεκτική παρά υλική, μικρή παρά μεγάλη, και να αφορά την ποιότητα παρά την ποσότητα της διατροφικής συμπεριφοράς. Επιστρέφοντας στο προηγούμενο παράδειγμα, είναι προτιμότερο να ενισχυθεί λεκτικά το παιδί για τη δοκιμή ή την κατανάλωση του τροφίμου. Επίσης, είναι προτιμότερο η ενίσχυση αυτή να είναι μετρημένη (δεν χρειάζεται να γίνει το «πρώτο θέμα της ημέρας») και να στοχεύει κυρίως στο ότι δοκίμασε ή έφαγε παρά στο πόσο έφαγε. Πάντως, συστήνεται οι γονείς να αποφεύγουν, ακόμα και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, τη συστηματική χρήση της επιβράβευσης. Αντιθέτως, η ήπια παρότρυνση για κατανάλωση, ειδικά όταν συνοδεύεται, αφενός από το παράδειγμα του γονέα, αφετέρου από σχόλια που αφορούν περισσότερο τις οργανοληπτικές ιδιότητες του τροφίμου (π.χ. ότι είναι νόστιμο), παρά τις γνώσεις για τη θρεπτική του αξία (π.χ. περιέχει βιταμίνες), φαίνεται να είναι επιτυχής τρόπος για την ενίσχυση της κατανάλωσης ενός τροφίμου.

Όλες οι προηγούμενες μέθοδοι θα πρέπει να επαναλαμβάνονται, μέχρι το τρόφιμο να ενταχθεί στο καθημερινό διαιτολόγιο του παιδιού. Αν, παρά τις προσπάθειες, το παιδί αρνείται να το δοκιμάσει ή να το καταναλώσει, ίσως το εν λόγω τρόφιμο αποτελεί ένα από τα τρόφιμα που δεν θέλει να επιλέξει, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του. Χρέος του γονέα είναι να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις, ώστε να συμπεριληφθούν στο διαιτολόγιο του παιδιού τρόφιμα της ίδιας ομάδας ή γενικότερα παρόμοιας θρεπτικής αξίας.

Όπως ισχύει και για τους άλλους τομείς διαπαιδαγώγησης, έτσι και για τη «διαιτητική» διαπαιδαγώγηση του παιδιού, είναι επιθυμητό ο γονέας να ενισχύει την αυτονομία και την αυτοπεποίθησή του, αναγνωρίζοντας μεν τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του και επιτρέποντας την ελεύθερη έκφρασή τους, εντάσσοντάς τες δε, με την κατάλληλη καθοδήγηση, στο σύστημα αρχών και κανόνων της οικογένειας. Το προφίλ αυτό φαίνεται να προάγεται από τον λεγόμενο «με κύρος» τρόπο διαπαιδαγώγησης, ο οποίος καταφέρνει να ισορροπήσει τις απαιτήσεις του γονέα από το παιδί με την ανταπόδοση πραγμάτων προς το παιδί, σε αντίθεση με τους άλλους δύο, τον ανεκτικό και τον απολυταρχικό, όπου ο πρώτος δίνει πολλά και απαιτεί ελάχιστα, και ο δεύτερος δίνει ελάχιστα και απαιτεί πολλά. Στο πλαίσιο του «με κύρος» τρόπου διαπαιδαγώγησης σχετικά με τη διαιτητική πρόσληψη του παιδιού έχει προταθεί ο καταμερισμός ευθυνών, ώστε ο γονέας να είναι υπεύθυνος για τη διαθεσιμότητα υγιεινών τροφικών επιλογών και την ύπαρξη υποστηρικτικού περιβάλλοντος σίτισης, ενώ το παιδί να είναι υπεύθυνο για το πότε και πόσο θα φάει. Για να είναι, όμως, ο γονέας επιτυχής στον ρόλο του, δεν θα πρέπει να αμελεί τη σημαντικότητα της συνέπειας. Η ασυνέπεια μπορεί τελικά να είναι χειρότερη και από τη μη ύπαρξη κανόνων, καθώς αναιρεί κάθε κύρος και αξιοπιστία στους λόγους και τις πράξεις των γονέων.

Συμπερασματικά, για να μπορέσουν οι γονείς να ενισχύσουν την υιοθέτηση υγιεινών διαιτητικών συνηθειών και συμπεριφοράς στα παιδιά τους, προτείνεται να φροντίζουν για τη διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητα των τροφίμων, να λειτουργούν ως πρότυπα συμπεριφοράς και να προάγουν τη δημιουργία μιας σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τα παιδιά τους.